Γεια σας. Είμαι 28 χρονών.
Ήρθα στην Ελλάδα όταν ήμουν 25 χρονών γιατί ήθελα υποτίθεται μια καλύτερη ζωή.
Δεν είχα πάει με άνδρα. Στη χώρα μου πριν το γάμο δεν κάνεις έρωτα και δεν έτυχε να ερωτευτώ κάποιον.
Εδώ είχα συγγενείς που με φιλοξένησαν και μου βρήκαν μια δουλειά σε ένα σπίτι ως babysitter.
Ένα βράδυ που έβαλα τα παιδιά για ύπνο και πήγα στο δωμάτιο μου, ήρθε ο κύριος του σπιτιού και με βίασε.
Η γυναίκα του έλειπε στη δουλειά.
Με απείλησε να μην μιλήσω.
Εγώ σηκώθηκα και έφυγα σαν κλέφτρα από το σπίτι του.
Δεν είπα τίποτα στους δικούς μου για να μην γίνει θέμα και για να μην το μάθει η οικογένειά μου.
Ήμουνα μπερδεμένη και προσπαθούσα να ξεχάσω ότι έγινε σε εκείνο το σπίτι.
Μετά που συνήλθα λίγο, βρήκα μια άλλη δουλειά και γνώρισα ένα παιδί 30 χρονών.
Ήταν Έλληνας.
Βγαίναμε για λίγο μαζί και δεν είχαμε κάνει τίποτα... ευτυχώς.
Δεν μπορούσα να κάνω κάτι όταν πηγαίναμε στο κρεβάτι.
Σταματούσα, είχα σαν εφιάλτες.
Εκείνος με υπομονή, περίμενε.
Έδειχνε κατανόηση και στοργή.
Τον ερωτεύτηκα πολύ.
Δεν μπορούσα στιγμή χωρίς αυτόν.
Μια μέρα ένιωθα πάρα πολύ αδυναμία και δεν περνούσε με τίποτα.
Πήρα βιταμίνες αλλά δεν με βοήθησαν.
Και έτσι αποφάσισα να κάνω το τέστ για να μάθω τι συμβαίνει.
Με φώναξαν και μου είπαν ότι είμαι οροθετική.
Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Δεν ήξερα τι να κάνω.
Μετά από τρείς μέρες του ζήτησα να χωρίσουμε.
Δεν έφευγε με τίποτα και έτσι αναγκάστηκα να του πω την αλήθεια.
Στενοχωρήθηκε, τον έβλεπα.
Του ζήταγα να φύγει μακρυά μου αλλά δεν έφυγε ποτέ.
Τώρα είμαστε παντρεμένοι ενάμισυ χρόνο.
Ο γιατρός που έχω, μου λέει ότι μπορούμε να κάνουμε υγιή παιδιά αλλά εγώ φοβάμαι.
Δεν ξέρω τι να κάνω.
Κάθε μέρα φοβάμαι να μην κολλήσει κι αυτός από μένα.
Τον αγαπώ πιο πολύ από όλα.
Δεν έπρεπε να τον ακούσω.
Έπρεπε να είχα εξαφανιστεί από τη ζωή του.
Φοβάμαι για όλα.
Με φροντίζει και με αγαπάει πολύ, αλλά εγώ νιώθω φόβο. Δεν ξέρω τι να κάνω.
Και να κάνω ένα παιδί, θα μπορέσω να το μεγαλώσω; Να το φροντίσω;
Πόση ζωή έχω ακόμα;
Αυτές οι ερωτήσεις με τρελένουν.