Τηλεφώνησα στο μικροβιολόγο, την ημέρα και την ώρα που είχαμε κανονίσει. Μου είχε πεί ότι θα έχουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Μόλις με άκουσε, μου είπε να πάω την μεθεπόμενη, γιατί ακόμη δεν ήταν έτοιμα.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, κάτι σφηνώθηκε στο μυαλό μου, σαν μια επιβεβαίωση της διαίσθησης. Μετά από δύο μέρες, πήγα στο ιατρείο.
Με υποδέχτηκε ο γιατρός χαμογελαστός, και με πέρασε μέσα. Με πέρασε στο μέσα γραφείο και με άφησε να περιμένω. Αυτός μπήκε στο εργαστήριο και συνομιλούσε με κάποιους άλλους... για πόση ώρα, δεν ξέρω. Εστησα αυτί, για να πιάσω την ατμόσφαιρα από τους ψιθύρους που έφταναν στα αυτιά μου. Ξαφνικά έκλεισαν την πόρτα. Εγώ σιγά-σιγά σιγουρευόμουν ότι έρχεται καταιγίδα.
Άρχισα να μουδιάζω. Τα χέρια μου ίδρωσαν από την παγωνιά και νομίζω πως έχανα την ισορροπία μου, ωστόσο δεν καθόμουν, για να δοκιμάσω τις αντοχές μου.
Άντε, ας έρθει κάποιος.
Ενοιωθα τόσο απειλητική την σιωπή... τόσο απειλητική και τόσο φλύαρη…μου τα πρόδιδε σιγά-σιγά όλα.
Να! Ανοιξε η πόρτα και βγήκαν 3 γιατροί.
-Καθήστε, μου είπε ο ένας
Ηταν η πρώτη φορά,που αυτή η προτροπή, ισοδυναμούσε με καταδίκη
Προσπαθώντας να είναι ψύχραιμοι, ήταν κάπως αλλόκοτοι, αλλά φιλικοί και ζεστοί.
–Είστε στην επικίνδυνη ζώνη, είπαν. Θα πρέπει να γίνουν συμπληρωματικές εξετάσεις. Θα πάτε αμέσως στην ιατρική σχολή στο πανεπιστήμιο, θα μπείτε από την κεντρική πόρτα θα στρίψετε δεξιά και μετά θα... το μυαλό μου δεν λειτουργούσε.
Με έβαλαν όλοι μαζί στο ασανσέρ,(θυμάμαι τόσο καθαρά τα 3 προσωπάκια τους που έβλεπα να σβύνουν καθώς έκλεινε η πόρτα του ασανσέρ), και κατέβηκα στην είσοδο.
Βγήκα στο πεζοδρόμιο και ξεκίνησα. Επρεπε να πάω, αλλά πού;
Που βρισκόμουν; Δεν αναγνώριζα καθόλου την περιοχή. Επρόκειτο για έναν κεντρικό δρόμο της πόλης που, από παιδί είχα περπατήσει εκατοντάδες φορές. Μόνο που αυτή τη στιγμή είχα μπροστά μου ένα εντελώς άγνωστο τοπίο. Τρόμαξα... κάθησα στο πεζούλι,και βάλθηκα να ηρεμήσω και να εντοπίσω το μέρος που βρισκόμουν. Είχα μπροστά μου έναν εντελώς άγνωστο δρόμο. Είχα εντελώς ξεχάσει που βρίσκομαι...
Κοίταζα με προσοχή τις ταμπέλες των καταστημάτων και κατ αρχήν βεβαιώθηκα πως βρισκόμουν στην Ελλάδα. Εμενε να βρώ την πόλη και την περιοχή.
Σιγά-σιγά αντιλαμβανόμουν πως βρίσκομαι στη γειτονιά μου.
Πέρασα απέναντι για να κάνω ψιλά στο περίπτερο... ψιλά που θα μου χρειαζόταν για να πάρω ταξί.
-Πως? Πεντοχίλιαρο? Είσαι με τα καλά σου κοπέλα μου; Η φωνή του περιπτερά εισχώρησε με βία μέσα μου όχι από τα αυτιά μου αλλά μέσα από την αδυναμία μου να τον δικαιολογήσω.
Αποφάσισα να υποστώ τον καυγά που θα επακολουθούσε με τον ταξιτζή για το μεγάλο χαρτονόμισμα και μπήκα στο πρώτο που πέρασε από μπροστά μου. Είχα θυμηθεί πού πήγαινα.
Εφτασα μπροστά στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο.Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα με σηκωμένο το μανίκι, περιμένοντας να δώσω αίμα.
Ο φόβος λοιπόν παραλύει την μνήμη... γιατί; Σε τι μου ήταν χρήσιμο να μην ξέρω που βρίσκομαι, πόση ώρα, και που έχω να πάω μετά;
Εφυγα από εκεί, αφού έκανα ραντεβού την άλλη μέρα για να μάθω τα νέα αποτελέσματα…Αυτό που άκουγα από τους γιατρούς, ήταν ότι βρίσκομαι στην «ζώνη», στην επικίνδυνη ζώνη... δεν καταλάβαινα ακριβώς, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο αυτά τα λόγια με ανακούφιζαν... έδιναν αναβολη στην βεβαιότητα.
Βρέθηκα στον δρόμο,χωρίς να μπορώ να αποφασίσω, τι θα ήταν το καλύτερο να κάνω. Αποφάσισα να πάω σε μία κλινική εκεί κοντά όπου εργαζόταν ο οικογενειακός μας παθολόγος. Βρέθηκα στον τρίτο όροφο της κλινικής και τον αναζήτησα. Κάθησα στο γραφείο του μέχρι να τον φωνάξουν... μόνη μου... ολομόναχη στο γραφείο, που εκείνη τη στιγμή αποτελούσε όλο το σύμπαν μου. Μόλις τον είδα να πλησιάζει κόντεψα να λιποθυμήσω... Ετρεξε να με πιάσει...
Διάβαζε με προσοχή την διάγνωση από το μικροβιολογικό εργαστήριο. Δεν μπορούσα να διακρίνω κάτι κάτω από το σοβαρό του πρόσωπο. Σήκωσε το τηλέφωνο,και ζήτησε τον μικροβιολόγο.
Επέλεγε τις λέξεις του με προσοχή...
-«Ναι,ναι το είδα…ναι είναι στην ζώνη... θα δούμε... εντάξει... αντίο»
Μικρές φρασούλες, κοινότυπες, καθημερινές, που κρατούσαν την ζωή μου στο νόημά τους.
Πόσο θά 'θελα νά 'ξερα, τι σκεφτόταν στ' αλήθεια ο γιατρός. Αραγε αισθάνθηκε κάποια συμπάθεια για μένα τότε;
Βγήκα στον δρόμο πάλι... Που να πάω; Μπήκα σε ένα ταξί και του είπα να με πάει στην εκκλησία της γειτονιάς μου. Δεν μπορούσα να πάω σπίτι... δεν ήμουν σε θέση να υποκριθώ πως δεν μου συμβαίνει κάτι... ούτε είχα σκοπό να πω στους γονείς μου τι συμβαίνει.
Θα το αντιμετώπιζα μόνη μου.
Εξάλλου τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμη περιμένω το άυριο με νέα αποτελέσματα.
Επρεπε πρώτα να συνέλθω, να συνειδητοποιήσω όσο ήταν δυνατόν το γεγονός αυτό που ερχόταν με τέτοια ταχύτητα στην πραγματικότητά μου.
Μπήκα στην Εκκλησία. Ηταν άδεια ευτυχώς. Προχώρησα, βρήκα ένα απομονωμένο στασίδι και κάθησα. Ηταν η μόνη στιγμή που ησύχασα λιγάκι. Ακουγα από μακριά την βουή του κόσμου, κι ένοιωθα σαν μέσα σε ένα κουκούλι ασφαλής, όπως το βρέφος στην κούνια του.
Δεν θυμάμαι πόσο κάθησα. Δεν θυμάμαι τι σκεφτόμουν. Αν προσευχήθηκα, αν παραπονέθηκα, αν σιώπησα.
Εβαλα το κλειδί στην πόρτα και άνοιξα. Η μαμά με ρώτησε κάτι, δεν θυμάμαι τι ούτε και αν απάντησα. Σε λίγο ήρθε και ο μπαμπάς... η άτρωτη «κατσαρίδα» του είχε προσβληθεί... το μυρμιγκάκι του δεν μπορούσε να είναι θαυματουργό πιά.
Χτύπησε το τηλέφωνο... το σήκωσε ο πατέρας. Δε μιλούσε, μόνο άκουγε... κατάλαβα, τον είχε πάρει τηλέφωνο ο γιατρός μας και του έλεγε τα νέα μου.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί πήγα με τον μπαμπά στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Αχ!Θεέ μου, άς είναι όλα ένα κακό όνειρο.
Ο γιατρός μας είπε ότι δεν είναι σε θέση να μας πει ακόμα τίποτα, και πως αύριο το πρωί ας του τηλεφωνήσω. Άλλο ένα 24ωρο υψώθηκε μπροστά μου. Γυρίσαμε σπίτι... πήγα στην εκκλησία. Δεν ήξερα γιατί πήγαινα.
Για να προσευχηθώ; Για να μην σκέφτομαι; Για να απομονώνομαι;
Ξύπνησα την άλλη μέρα το πρωί. Κοίταξα τον εαυτό μου, άγγιξα τα μέλη μου, βεβαιώθηκα ότι είμαι ζωντανή. Χωρίς σκέψεις, με έναν βαθύ φόβο, προσπαθούσα να συμπεριφέρομαι κανονικά, για να με πείσω πως όλα είναι όπως πάντα. Πήγα στο τηλέφωνο και πήρα τον γιατρό.
-Εμπρός;
Τα αποτελέσματα δεν ήταν έτοιμα. Επρεπε να ξαναπάω την άλλη μέρα το πρωί. Αυτές οι αναβολές, μου έδιναν ελπίδα. Θυμόμουν την παροιμία των 'Αγγλων: «όταν δεν έχεις νέα, τα νέα είναι καλά».
Δεν θυμάμαι πώς πέρασε η μέρα, το μόνο σίγουρο είναι ότι πήγα στην εκκλησία και προσευχήθηκα. Δεν ήξερα να προσεύχομαι, δεν το είχα ξανακάνει. Ντρεπόμουν, που θυμήθηκα να ζητήσω βοήθεια τώρα που την είχα ανάγκη, αλλά έστω και τώρα παρακαλούσα να ξυπνήσω από τον εφιάλτη αυτόν. Κοίταζα τον θεόρατο τρούλο της εκκλησίας κι ένοιωθα ζεστασιά. Όλες αυτές τις στιγμές η μαμά μου ήταν δίπλα μου, μαζί μου, ένα με μένα.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγαμε με τον μπαμπά στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο.
-Να μου τηλεφωνήσετε κατά τις 5 το απόγευμα στο ιατρείο μου είπε ο γιατρός.
Εκείνο το απόγευμα, ήταν το μεγαλύτερο απόγευμα της ζωής μου.
Κοίταξα το ρολόι ήταν 2... ήμουν ακινητοποιημένη στον καναπέ, κάτω από μία κουβέρτα... έβαλα το κεφάλι μέσα, δημιουργώντας εκεί το άσυλό μου... ήθελα να αφήσω την ώρα να περάσει όσο γίνεται περισσότερο... καθόμουν κουκουλωμένη και υπολόγιζα τα λεπτά που περνούν, δεν σκεφτόμουν, μόνο έσπρωχνα την ώρα. Όταν η υπομονή σώθηκε, έβγαλα το κεφάλι και κοίταξα το μεγάλο ρολόι στον τοίχο, ήταν 2 και 5!
Δεν συμβάδιζα με τον χρόνο, δεν μπορούσα να συμβαδίσω μαζί του, αυτός αργούσε πολύ! Έτσι, διανύοντας άπειρα πεντάλεπτα, έφτασε η ώρα 5.
Έτρεξα στο τηλέφωνο, και άκουσα τον γιατρό:
- Πάρτε με στις 7 σας παρακαλώ. Νέα αναβολή.
Τώρα μάλιστα!
Εγώ έπρεπε τώρα να σηκωθώ, να ντυθώ, να πάρω γιορτινό ύφος, γιατί διάθεση δεν θα ήταν δυνατόν, και να πάω στο Δημαρχείο, γιατί στις 7, γινόμουν κουμπάρα στον πολιτικό γάμο στενών φίλων!
Μόλις τελείωσε η τελετή, έτρεξα στο πρώτο τηλέφωνο, και τηλεφώνησα σπίτι μου. Είπα στον μπαμπά να πάρει εκείνος τον γιατρό,και πως θα τον ξανάπαιρνα να μου πει.
Φύγαμε από το Δημαρχείο μία μεγάλη γαμήλια παρέα και κατευθυνθήκαμε σε μία όμορφη ταβέρνα για το δείπνο.
Αφού άφησα τους άλλους και πέρασαν στον επάνω χώρο της ταβέρνας, έμεινα τελευταία και τηλεφώνησα στον μπαμπά μου, τρέμοντας.
Ο μπαμπάς μου φάνηκε ότι δεν μπόρεσε να κρύψει πια την ανησυχία του όταν μου είπε, ότι την άλλη μέρα το πρωί έπρεπε οπωσδήποτε να πάμε στο νοσοκομείο, και μάλλον πρόκειται για την τελευταία επίσκεψη.
Είπα μια δικαιολογία στο νεόνυμφο ζευγάρι, και έφυγα.
Ξυπνήσαμε, φόρεσα το μπλε ναυτικό μου παλτό κι ένα πλεχτό σκουφάκι. Ήταν Φλεβάρης.
Φτάσαμε έξω από την πόρτα, και μια νοσοκόμα μας είπε να περιμένουμε.
Ο γιατρός βγήκε από το γραφείο του, μας πλησίασε, και μας πήρε λίγο πιο πέρα. Με σοβαρότητα αλλά και φόρα μας είπε:
-Ας μην κοροϊδευόμαστε άλλο.
Αμέσως κράτησα τον μπαμπά από το μπράτσο. Με χρειαζόταν.
Ο γιατρός μας συνόδεψε στην απέναντι πτέρυγα του νοσοκομείου, στην ειδική μονάδα, σε ένα ιατρείο ειδικών γιατρών με επικεφαλής τον γιατρό που με παρακολουθεί. Άφησα τον μπαμπά να με περιμένει έξω λέγοντας του να μην ανησυχεί, του έριξα μια δυνατή ματιά για να τον φωτογραφήσω, και μπήκα μέσα. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να μην τον αφήσω να καταρρεύσει.
Οι γιατροί με δέχτηκαν ψύχραιμα, γι αυτούς ήμουν ένας ακόμη.
Ήμουν κι εγώ ψύχραιμη. Είπαμε τα διαδικαστικά μου έδωσαν τον κωδικό με τον οποίο θα είμαι γνωστή στο νοσοκομείο για προστασία των προσωπικών δεδομένων. Πρώτη μου φορά ήμουν ένας κωδικός!
Ανανεώσαμε το ραντεβού μας. Βγήκα, πήρα τον μπαμπά αγκαλιά και γυρίσαμε σπίτι. Καινούριος κύκλος άρχιζε.
Η πρώτη στιγμή που θυμάμαι, είναι η στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου το άλλο πρωί στο κρεβάτι των γονιών μου. Μόλις ξύπνησε και η μνήμη μου... είμαι φορέας, είπα στον εαυτό μου. Ήταν τόσο φοβερή αυτή η πληροφορία που ακινητοποιήθηκα. Ένοιωσα σαν να πρόκειται για άλλον, όχι για μένα. Δεν μπορούσα να με ταυτίσω με αυτήν την καινούρια ιδιότητα.Το ξαναείπα, για να το ακούσω, πάλι και πάλι. Αυτό το καινούριο ξημέρωμα, ήταν πραγματικά καινούριο. Αποφάσισα να σηκωθώ από το κρεβάτι αλλά, είχα το δικαίωμα να σηκωθώ όπως κάθε μέρα; όπως όλοι οι άνθρωποι; Είμαι φορέας τώρα πια!
Ημουν εγώ, αλλά δεν ήμουν εκεί, εκεί που ήμουν πάντα...είχα μετακινηθεί, είχα βρεθεί από την άλλη μεριά, μακριά από τους άλλους, μακριά από την ζωή μου.
Όχι δεν ένοιωθα ότι βρίσκομαι κοντά στον θάνατο, αλλά ότι βρίσκομαι από την άλλη πλευρά της ζωής. Όπου κανείς άλλος δεν βρίσκεται, μόνο εγώ.
Είχα κάνει το γύρο της ζωής μου και βρέθηκα από την άλλη μεριά.
Μόνη πια, ταξιδιώτης.
Β. Κ.